νεκροστόλος

νεκροστόλος
νεκρο-στόλος, ον,
A layer-out of corpses, Artem.4.56 (pl.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • νεκροστόλος — νεκροστόλος, ον (Α) αυτός που ενταφιάζει τους νεκρούς ή αυτός που μεταφέρει τους νεκρούς στον Άδη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο) * + στόλος (< στέλλω), πρβλ. πομπο στόλος, ψυχο στόλος) …   Dictionary of Greek

  • νεκροστόλος — layer out of corpses masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροστόλους — νεκροστόλος layer out of corpses masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροστόλων — νεκροστόλος layer out of corpses masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νεκροστολώ — νεκροστολῶ, έω (Α) [νεκροστόλος] (για τον Χάρωνα) διαπορθμεύω, μεταφέρω τους νεκρούς με το πορθμείο στον Άδη …   Dictionary of Greek

  • νεκρός — ή, ό, θηλ. και ά (ΑΜ νεκρός, ά, όν) 1. αυτός που στερήθηκε τη ζωή, πεθαμένος («χελώνην ποὺ νεκρὰν εὑρών», Λουκιαν.) 2. αυτός που δεν έχει ζωτικότητα ή κίνηση, αδύνατος, άτονος, αδρανής (α. «να σέ σφίξω απεθυμάω, μα το χέρι είναι νεκρό», Σολωμ. β …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”